- σπέντζα
- (I)η, Νο καρπός τής πιπεριάς.————————(II)η, Ν(κατά την τουρκοκρατία) χρηματικός φόρος που εισέπρατταν οι σπαχήδες από τους εγκατεστημένους στα φέουδά τους χριστιανούς χωρικούς και ο οποίος ήταν ανάλογος με την έκταση και την ποιότητα τού καλλιεργούμενου εδάφους αλλά και την οικογενειακή κατάσταση τού φορολογουμένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ispence].
Dictionary of Greek. 2013.